Definify.com
Definition 2025
διατυπώνω
διατυπώνω
Greek
Verb
διατυπώνω • (diatypóno) (simple past διατύπωσα, passive form διατυπώνομαι)
- declare, state, give voice to
 - formulate
 
Conjugation
διατυπώνω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διατυπώνω | διατύπωνα | θα διατυπώνω | να διατυπώνω | |
| 2s | διατυπώνεις | διατύπωνες | θα διατυπώνεις | να διατυπώνεις | διατύπωνε | 
| 3s | διατυπώνει | διατύπωνε | θα διατυπώνει | να διατυπώνει | |
| 1p | διατυπώνουμε, διατυπώνομε | διατυπώναμε | θα διατυπώνουμε, διατυπώνομε | να διατυπώνουμε, διατυπώνομε | |
| 2p | διατυπώνετε | διατυπώνατε | θα διατυπώνετε | να διατυπώνετε | διατυπώνετε | 
| 3p | διατυπώνουν, διατυπώνουνε | διατύπωναν, διατυπώναν, διατυπώνανε | θα διατυπώνουν, διατυπώνουνε | να διατυπώνουν, διατυπώνουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διατυπώσω | διατύπωσα | θα διατυπώσω | να διατυπώσω | |
| 2s | διατυπώσεις | διατύπωσες | θα διατυπώσεις | να διατυπώσεις | διατύπωσε | 
| 3s | διατυπώσει | διατύπωσε | θα διατυπώσει | να διατυπώσει | |
| 1p | διατυπώσουμε, διατυπώσομε | διατυπώσαμε | θα διατυπώσουμε, διατυπώσομε | να διατυπώσουμε, διατυπώσομε | |
| 2p | διατυπώσετε | διατυπώσατε | θα διατυπώσετε | να διατυπώσετε | διατυπώστε, διατυπώσετε | 
| 3p | διατυπώσουν, διατυπώσουνε | διατύπωσαν, διατυπώσαν, διατυπώσανε | θα διατυπώσουν, διατυπώσουνε | να διατυπώσουν, διατυπώσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω διατυπώσει | είχα διατυπώσει | θα έχω διατυπώσει | να έχω διατυπώσει | |
| 2s | έχεις διατυπώσει | είχες διατυπώσει | θα έχεις διατυπώσει | να έχεις διατυπώσει | έχε διατυπωμένο | 
| 3s | έχει διατυπώσει | είχε διατυπώσει | θα έχει διατυπώσει | να έχει διατυπώσει | |
| 1p | έχουμε διατυπώσει | είχαμε διατυπώσει | θα έχουμε διατυπώσει | να έχουμε διατυπώσει | |
| 2p | έχετε διατυπώσει | είχατε διατυπώσει | θα έχετε διατυπώσει | να έχετε διατυπώσει | έχετε διατυπωμένο | 
| 3p | έχουν διατυπώσει | είχαν διατυπώσει | θα έχουν διατυπώσει | να έχουν διατυπώσει | |
| Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διατυπωμένο | ||||
| pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διατυπωμένο | ||||
| future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διατυπωμένο | ||||
| subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διατυπωμένο | ||||
| Participle: | διατυπώνοντας | Non-finite ‡ | διατυπώσει | 3, 1a | |
| 
    This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms.  | 
|||||