Definify.com
Definition 2024
διατηρώ
διατηρώ
Greek
Verb
διατηρώ • (diatiró) (simple past διατήρησα, passive form διατηρούμαι)
Conjugation
διατηρώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διατηρώ | διατηρούσα | θα διατηρώ | να διατηρώ | |
2s | διατηρείς | διατηρούσες | θα διατηρείς | να διατηρείς | — |
3s | διατηρεί | διατηρούσε | θα διατηρεί | να διατηρεί | |
1p | διατηρούμε | διατηρούσαμε | θα διατηρούμε | να διατηρούμε | |
2p | διατηρείτε | διατηρούσατε | θα διατηρείτε | να διατηρείτε | διατηρείτε |
3p | διατηρούν, διατηρούνε | διατηρούσαν, διατηρούσανε | θα διατηρούν, θα διατηρούνε | να διατηρούν, να διατηρούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διατηρήσω | διατήρησα | θα διατηρήσω | να διατηρήσω | |
2s | διατηρήσεις | διατήρησες | θα διατηρήσεις | να διατηρήσεις | διατήρησε |
3s | διατηρήσει | διατήρησε | θα διατηρήσει | να διατηρήσει | |
1p | διατηρήσουμε, διατηρήσομε | διατηρήσαμε | θα διατηρήσουμε, θα διατηρήσομε | να διατηρήσουμε, να διατηρήσομε | |
2p | διατηρήσετε | διατηρήσατε | θα διατηρήσετε | να διατηρήσετε | διατηρήστε, διατηρήσετε |
3p | διατηρήσουν, διατηρήσουνε | διατήρησαν, διατηρήσαν, διατηρήσανε | θα διατηρήσουν, θα διατηρήσουνε | να διατηρήσουν, να διατηρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διατηρήσει | είχα διατηρήσει | θα έχω διατηρήσει | να έχω διατηρήσει | |
2s | έχεις διατηρήσει | είχες διατηρήσει | θα έχεις διατηρήσει | να έχεις διατηρήσει | |
3s | έχει διατηρήσει | είχε διατηρήσει | θα έχει διατηρήσει | να έχει διατηρήσει | |
1p | έχουμε διατηρήσει | είχαμε διατηρήσει | θα έχουμε διατηρήσει | να έχουμε διατηρήσει | |
2p | έχετε διατηρήσει | είχατε διατηρήσει | θα έχετε διατηρήσει | να έχετε διατηρήσει | |
3p | έχουν διατηρήσει | είχαν διατηρήσει | θα έχουν διατηρήσει | να έχουν διατηρήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διατηρημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διατηρημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διατηρημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διατηρημένο | ||||
Participle: | διατηρώντας | Non-finite ‡ | διατηρήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||