Definify.com
Definition 2024
διασκεδαστικός
διασκεδαστικός
Greek
Adjective
διασκεδαστικός • (diaskedastikós) m (feminine διασκεδαστική, neuter διασκεδαστικό)
Declension
positive forms of διασκεδαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασκεδαστικός | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικοί | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
genitive | διασκεδαστικού | διασκεδαστικής | διασκεδαστικού | διασκεδαστικών | διασκεδαστικών | διασκεδαστικών |
accusative | διασκεδαστικό | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικούς | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
vocative | διασκεδαστικέ | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικοί | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διασκεδαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διασκεδαστικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασκεδαστικότερος | διασκεδαστικότερη | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότεροι | διασκεδαστικότερες | διασκεδαστικότερα |
genitive | διασκεδαστικότερου | διασκεδαστικότερης | διασκεδαστικότερου | διασκεδαστικότερων | διασκεδαστικότερων | διασκεδαστικότερων |
accusative | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότερη | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότερους | διασκεδαστικότερες | διασκεδαστικότερα |
vocative | διασκεδαστικότερε | διασκεδαστικότερη | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότεροι | διασκεδαστικότερες | διασκεδαστικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διασκεδαστικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασκεδαστικότατος | διασκεδαστικότατη | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατοι | διασκεδαστικότατες | διασκεδαστικότατα |
genitive | διασκεδαστικότατου | διασκεδαστικότατης | διασκεδαστικότατου | διασκεδαστικότατων | διασκεδαστικότατων | διασκεδαστικότατων |
accusative | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατη | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατους | διασκεδαστικότατες | διασκεδαστικότατα |
vocative | διασκεδαστικότατε | διασκεδαστικότατη | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατοι | διασκεδαστικότατες | διασκεδαστικότατα |
Related terms
- see: διασκέδαση f (diaskédasi, “pleasure, fun”)