Definify.com
Definition 2024
διαθέσιμος
διαθέσιμος
Greek
Adjective
διαθέσιμος • (diathésimos) m (feminine διαθέσιμη, neuter διαθέσιμο)
Declension
positive forms of διαθέσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαθέσιμος | διαθέσιμη | διαθέσιμο | διαθέσιμοι | διαθέσιμες | διαθέσιμα |
genitive | διαθέσιμου | διαθέσιμης | διαθέσιμου | διαθέσιμων | διαθέσιμων | διαθέσιμων |
accusative | διαθέσιμο | διαθέσιμη | διαθέσιμο | διαθέσιμους | διαθέσιμες | διαθέσιμα |
vocative | διαθέσιμε | διαθέσιμη | διαθέσιμο | διαθέσιμοι | διαθέσιμες | διαθέσιμα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαθέσιμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαθέσιμος, etc.) |