Definify.com
Definition 2024
διαγνωστικός
διαγνωστικός
Greek
Adjective
διαγνωστικός • (diagnostikós) m (feminine διαγνωστική, neuter διαγνωστικό)
Declension
positive forms of διαγνωστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαγνωστικός | διαγνωστική | διαγνωστικό | διαγνωστικοί | διαγνωστικές | διαγνωστικά |
genitive | διαγνωστικού | διαγνωστικής | διαγνωστικού | διαγνωστικών | διαγνωστικών | διαγνωστικών |
accusative | διαγνωστικό | διαγνωστική | διαγνωστικό | διαγνωστικούς | διαγνωστικές | διαγνωστικά |
vocative | διαγνωστικέ | διαγνωστική | διαγνωστικό | διαγνωστικοί | διαγνωστικές | διαγνωστικά |
Related terms
- διάγνωση f (diágnosi, “diagnosis”)