Definify.com
Definition 2024
διαβατήριο
διαβατήριο
Greek
Noun
διαβατήριο • (diavatírio) n (plural διαβατήρια)
- passport (personal travel document)
- (figuratively) passport (something which enables someone to do or achieve something)
Declension
declension of διαβατήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαβατήριο | διαβατήρια |
genitive | διαβατηρίου | διαβατηρίων |
accusative | διαβατήριο | διαβατήρια |
vocative | διαβατήριο | διαβατήρια |
Related terms
- έλεγχος διαβατηρίων m (élenchos diavatiríon, “passport control”)
See also
- Appendix:Greek phrasebook/Travel