Definify.com

Definition 2024


διαβατήρια

διαβατήρια

Greek

Noun

διαβατήρια (diavatíria) n

  1. nominative plural of διαβατήριο (diavatírio)
  2. accusative plural of διαβατήριο (diavatírio)
  3. vocative plural of διαβατήριο (diavatírio)