Definify.com
Definition 2024
διάσημος
διάσημος
Greek
Adjective
διάσημος • (diásimos) m (feminine διάσημη, neuter διάσημο)
Declension
positive forms of διάσημος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διάσημος | διάσημη | διάσημο | διάσημοι | διάσημες | διάσημα |
genitive | διάσημου | διάσημης | διάσημου | διάσημων | διάσημων | διάσημων |
accusative | διάσημο | διάσημη | διάσημο | διάσημους | διάσημες | διάσημα |
vocative | διάσημε | διάσημη | διάσημο | διάσημοι | διάσημες | διάσημα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διάσημος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διάσημος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασημότερος | διασημότερη | διασημότερο | διασημότεροι | διασημότερες | διασημότερα |
genitive | διασημότερου | διασημότερης | διασημότερου | διασημότερων | διασημότερων | διασημότερων |
accusative | διασημότερο | διασημότερη | διασημότερο | διασημότερους | διασημότερες | διασημότερα |
vocative | διασημότερε | διασημότερη | διασημότερο | διασημότεροι | διασημότερες | διασημότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διασημότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασημότατος | διασημότατη | διασημότατο | διασημότατοι | διασημότατες | διασημότατα |
genitive | διασημότατου | διασημότατης | διασημότατου | διασημότατων | διασημότατων | διασημότατων |
accusative | διασημότατο | διασημότατη | διασημότατο | διασημότατους | διασημότατες | διασημότατα |
vocative | διασημότατε | διασημότατη | διασημότατο | διασημότατοι | διασημότατες | διασημότατα |