Definify.com
Definition 2024
γιατρεύω
γιατρεύω
Greek
Alternative forms
- ιατρεύω (iatrévo) (rare)
Verb
γιατρεύω • (giatrévo) (simple past γιάτρεψα)
Conjugation
γιατρεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | γιατρεύω | γιάτρευα | θα γιατρεύω | να γιατρεύω | |
2s | γιατρεύεις | γιάτρευες | θα γιατρεύεις | να γιατρεύεις | γιάτρευε |
3s | γιατρεύει | γιάτρευε | θα γιατρεύει | να γιατρεύει | |
1p | γιατρεύουμε, γιατρεύομε | γιατρεύαμε | θα γιατρεύουμε, γιατρεύομε | να γιατρεύουμε, γιατρεύομε | |
2p | γιατρεύετε | γιατρεύατε | θα γιατρεύετε | να γιατρεύετε | γιατρεύετε |
3p | γιατρεύουν, γιατρεύουνε | γιάτρευαν, γιατρεύαν, γιατρεύανε | θα γιατρεύουν, γιατρεύουνε | να γιατρεύουν, γιατρεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | γιατρέψω | γιάτρεψα | θα γιατρέψω | να γιατρέψω | |
2s | γιατρέψεις | γιάτρεψες | θα γιατρέψεις | να γιατρέψεις | γιάτρεψε |
3s | γιατρέψει | γιάτρεψε | θα γιατρέψει | να γιατρέψει | |
1p | γιατρέψουμε, γιατρέψομε | γιατρέψαμε | θα γιατρέψουμε, γιατρέψομε | να γιατρέψουμε, γιατρέψομε | |
2p | γιατρέψετε | γιατρέψατε | θα γιατρέψετε | να γιατρέψετε | γιατρέψτε |
3p | γιατρέψουν, γιατρέψουνε | γιάτρεψαν, γιατρέψαν, γιατρέψανε | θα γιατρέψουν, γιατρέψουνε | να γιατρέψουν, γιατρέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω γιατρέψει | είχα γιατρέψει | θα έχω γιατρέψει | να έχω γιατρέψει | |
2s | έχεις γιατρέψει | είχες γιατρέψει | θα έχεις γιατρέψει | να έχεις γιατρέψει | έχε γιατρεμένο |
3s | έχει γιατρέψει | είχε γιατρέψει | θα έχει γιατρέψει | να έχει γιατρέψει | |
1p | έχουμε γιατρέψει | είχαμε γιατρέψει | θα έχουμε γιατρέψει | να έχουμε γιατρέψει | |
2p | έχετε γιατρέψει | είχατε γιατρέψει | θα έχετε γιατρέψει | να έχετε γιατρέψει | έχετε γιατρεμένο |
3p | έχουν γιατρέψει | είχαν γιατρέψει | θα έχουν γιατρέψει | να έχουν γιατρέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γιατρεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γιατρεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γιατρεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γιατρεμένο | ||||
Participle: | γιατρεύοντας | Non-finite ‡ | γιατρέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||