Definify.com

Definition 2024


γαϊδουριά

γαϊδουριά

See also: γαϊδούρια

Greek

Noun

γαϊδουριά (gaïdouriá) f (uncountable)

  1. rude act, rude behaviour, discourtesy.
    Ήταν μεγάλη γαϊδουριά να μην ευχαριστήσει τους γονείς του για τα δώρα.Ítan megáli gaïdouriá na min efcharistísei tous goneís tou gia ta dóra. ― It was a very rude of him not to thank his parents for the gifts.
    Έτσι που μίλησες στους ηλικιωμένους ανθρώπους ήταν μεγάλη γαϊδουριά.Étsi pou mílises stous ilikioménous anthrópous ítan megáli gaïdouriá. ― The way you spoke to those elderly people was greatly rude.

Declension

Synonyms

  • πουστιά f (poustiá) (colloquial, vulgar)
  • αγένεια f (agéneia)
  • απρέπεια f (aprépeia)
  • χοντροκοπιά f (chontrokopiá)