Definify.com
Definition 2024
γαμπριάτικος
γαμπριάτικος
Greek
Alternative forms
- γαμβριάτικος m (gamvriátikos) (uncommon)
Adjective
γαμπριάτικος • (gampriátikos) m (feminine γαμπριάτικη, neuter γαμπριάτικο)
- of the bridegroom
Declension
positive forms of γαμπριάτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαμπριάτικος | γαμπριάτικη | γαμπριάτικο | γαμπριάτικοι | γαμπριάτικες | γαμπριάτικα |
genitive | γαμπριάτικου | γαμπριάτικης | γαμπριάτικου | γαμπριάτικων | γαμπριάτικων | γαμπριάτικων |
accusative | γαμπριάτικο | γαμπριάτικη | γαμπριάτικο | γαμπριάτικους | γαμπριάτικες | γαμπριάτικα |
vocative | γαμπριάτικε | γαμπριάτικη | γαμπριάτικο | γαμπριάτικοι | γαμπριάτικες | γαμπριάτικα |
Related terms
- see: γαμπρός m (gamprós, “bridegroom”)