Definify.com
Definition 2024
γαλανομάτης
γαλανομάτης
Greek
Adjective
γαλανομάτης • (galanomátis) m (feminine γαλανομάτα, neuter γαλανομάτικο)
Declension
positive forms of γαλανομάτης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλανομάτης | γαλανομάτα | γαλανομάτικο | γαλανομάτηδες | γαλανομάτες | γαλανομάτικα |
genitive | γαλανομάτη | γαλανομάτας | γαλανομάτικου | γαλανομάτηδων | — | γαλανομάτικων |
accusative | γαλανομάτη | γαλανομάτα | γαλανομάτικο | γαλανομάτηδες | γαλανομάτες | γαλανομάτικα |
vocative | γαλανομάτη | γαλανομάτα | γαλανομάτικο | γαλανομάτηδες | γαλανομάτες | γαλανομάτικα |
Noun
γαλανομάτης • (galanomátis) m (plural γαλανομάτηδες, feminine γαλανομάτισσα)
Declension
declension of γαλανομάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαλανομάτης | γαλανομάτηδες |
genitive | γαλανομάτη | γαλανομάτηδων |
accusative | γαλανομάτη | γαλανομάτηδες |
vocative | γαλανομάτη | γαλανομάτηδες |