Definify.com
Definition 2024
γέρος
γέρος
See also: γερός
Greek
Noun
γέρος • (géros) m (plural γέροι, feminine γριά)
- old man (elderly male person)
- Ο γέρος καθούσε όλη μέρα στο καφενείο. ― O géros kathoúse óli méra sto kafeneío. ― The old man sat in the coffee shop all day long.
- (colloquial) old man (one's father)
- Με ενοχλεί συνέχεια ο γέρος μου να βρω δουλειά. ― Me enochleí synécheia o géros mou na vro douleiá. ― My old man is constantly bothering me to get a job.
Declension
declension of γέρος
Usage notes
- γέρος can be used adjectivally and has the comparatives:
- πιο γέρος (pio géros)
- γεροντότερος (gerontóteros)
- But note the more usual adjective παλιός (paliós, “old, worn, shabby, previous, former”)
Related terms
- καλόγερος m (kalógeros, “monk”)