Definify.com
Definition 2024
βρώσιμος
βρώσιμος
Greek
Adjective
βρώσιμος • (vrósimos) m (feminine βρώσιμη, neuter βρώσιμο)
- edible (that can be eaten without harm; suitable for consumption)
Declension
positive forms of βρώσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρώσιμος | βρώσιμη | βρώσιμο | βρώσιμοι | βρώσιμες | βρώσιμα |
genitive | βρώσιμου | βρώσιμης | βρώσιμου | βρώσιμων | βρώσιμων | βρώσιμων |
accusative | βρώσιμο | βρώσιμη | βρώσιμο | βρώσιμους | βρώσιμες | βρώσιμα |
vocative | βρώσιμε | βρώσιμη | βρώσιμο | βρώσιμοι | βρώσιμες | βρώσιμα |