Definify.com
Definition 2024
βολιδοσκοπούμαι
βολιδοσκοπούμαι
Greek
Verb
βολιδοσκοπούμαι • (volidoskopoúmai) (simple past βολιδοσκοπήθηκα, active form βολιδοσκοπώ, passive)
- passive of βολιδοσκοπώ (volidoskopó)
Conjugation
βολιδοσκοπούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βολιδοσκοπούμαι | βολιδοσκοπιόμουν, βολιδοσκοπιόμουνα | θα βολιδοσκοπούμαι | να βολιδοσκοπούμαι | |
2s | βολιδοσκοπείσαι | βολιδοσκοπιόσουν, βολιδοσκοπιόσουνα | θα βολιδοσκοπείσαι | να βολιδοσκοπείσαι | — |
3s | βολιδοσκοπείται | βολιδοσκοπιόταν, βολιδοσκοπιότανε | θα βολιδοσκοπείται | να βολιδοσκοπείται | |
1p | βολιδοσκοπούμαστε, βολιδοσκοπόμαστε | βολιδοσκοπιόμαστε, βολιδοσκοπιόμασταν | θα βολιδοσκοπούμαστε | να βολιδοσκοπούμαστε | |
2p | βολιδοσκοπείστε, βολιδοσκοπόσαστε | βολιδοσκοπιόσαστε, βολιδοσκοπιόσασταν | θα βολιδοσκοπείστε | να βολιδοσκοπείστε | βολιδοσκοπείστε |
3p | βολιδοσκοπούνται | βολιδοσκοπιόνταν, βολιδοσκοπιούνταν, βολιδοσκοπιόντουσαν, βολιδοσκοπιόντανε | θα βολιδοσκοπούνται | να βολιδοσκοπούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βολιδοσκοπηθώ | βολιδοσκοπήθηκα | θα βολιδοσκοπηθώ | να βολιδοσκοπηθώ | |
2s | βολιδοσκοπηθείς | βολιδοσκοπήθηκες | θα βολιδοσκοπηθείς | να βολιδοσκοπηθείς | βολιδοσκοπήσου |
3s | βολιδοσκοπηθεί | βολιδοσκοπήθηκε | θα βολιδοσκοπηθεί | να βολιδοσκοπηθεί | |
1p | βολιδοσκοπηθούμε | βολιδοσκοπηθήκαμε | θα βολιδοσκοπηθούμε | να βολιδοσκοπηθούμε | |
2p | βολιδοσκοπηθείτε | βολιδοσκοπηθήκατε | θα βολιδοσκοπηθείτε | να βολιδοσκοπηθείτε | βολιδοσκοπηθείτε |
3p | βολιδοσκοπηθούν, βολιδοσκοπηθούνε | βολιδοσκοπήθηκαν, βολιδοσκοπηθήκανε, βολιδοσκοπηθήκαν | θα βολιδοσκοπηθούν, θα βολιδοσκοπηθούνε | να βολιδοσκοπηθούν, να βολιδοσκοπηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βολιδοσκοπηθεί | είχα βολιδοσκοπηθεί | θα έχω βολιδοσκοπηθεί | να έχω βολιδοσκοπηθεί | |
2s | έχεις βολιδοσκοπηθεί | είχες βολιδοσκοπηθεί | θα έχεις βολιδοσκοπηθεί | να έχεις βολιδοσκοπηθεί | |
3s | έχει βολιδοσκοπηθεί | είχε βολιδοσκοπηθεί | θα έχει βολιδοσκοπηθεί | να έχει βολιδοσκοπηθεί | |
1p | έχουμε βολιδοσκοπηθεί | είχαμε βολιδοσκοπηθεί | θα έχουμε βολιδοσκοπηθεί | να έχουμε βολιδοσκοπηθεί | |
2p | έχετε βολιδοσκοπηθεί | είχατε βολιδοσκοπηθεί | θα έχετε βολιδοσκοπηθεί | να έχετε βολιδοσκοπηθεί | |
3p | έχουν βολιδοσκοπηθεί | είχαν βολιδοσκοπηθεί | θα έχουν βολιδοσκοπηθεί | να έχουν βολιδοσκοπηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | βολιδοσκοπηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||