Definify.com
Definition 2024
βοηθώ
βοηθώ
Greek
Alternative forms
- βοηθάω (voitháo)
Verb
βοηθώ • (voithó) (simple past βοήθησα, passive form βοηθιέμαι)
- help, aid
- contribute to/towards
Conjugation
βοηθώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βοηθώ, βοηθάω | βοηθούσα, βοήθαγα | θα βοηθώ, θα βοηθάω | να βοηθώ, να βοηθάω | |
2s | βοηθείς, βοηθάς | βοηθούσες, βοήθαγες | θα βοηθάς, θα βοηθείς | να βοηθάς, να βοηθείς | βοήθα, βοήθαγε |
3s | βοηθεί, βοηθάει, βοηθά | βοηθούσε, βοήθαγε | θα βοηθά, θα βοηθεί, θα βοηθάει | να βοηθά, να βοηθεί, να βοηθάει | |
1p | βοηθάμε, βοηθούμε | βοηθούσαμε, βοηθάγαμε | θα βοηθούμε | να βοηθούμε | |
2p | βοηθάτε, βοηθείτε | βοηθούσατε, βοηθάγατε | θα βοηθάτε, θα βοηθείτε | να βοηθάτε, να βοηθείτε | βοηθάτε |
3p | βοηθάνε, βοηθάν, βοηθούν, βοηθούνε | βοηθούσαν, βοηθούσανε, βοήθαγαν, βοηθάγανε | θα βοηθούν, θα βοηθούνε, θα βοηθάνε, θα βοηθάν | να βοηθούν, να βοηθούνε, να βοηθάνε, να βοηθάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βοηθήσω | βοήθησα | θα βοηθήσω | να βοηθήσω | |
2s | βοηθήσεις | βοήθησες | θα βοηθήσεις | να βοηθήσεις | βοήθησε, βοήθα |
3s | βοηθήσει | βοήθησε | θα βοηθήσει | να βοηθήσει | |
1p | βοηθήσουμε, βοηθήσομε | βοηθήσαμε | θα βοηθήσουμε, θα βοηθήσομε | να βοηθήσουμε, να βοηθήσομε | |
2p | βοηθήσετε | βοηθήσατε | θα βοηθήσετε | να βοηθήσετε | βοηθήστε |
3p | βοηθήσουν, βοηθήσουνε | βοήθησαν, βοηθήσανε, βοηθήσαν | θα βοηθήσουν, θα βοηθήσουνε | να βοηθήσουν, να βοηθήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βοηθήσει | είχα βοηθήσει | θα έχω βοηθήσει | να έχω βοηθήσει | |
2s | έχεις βοηθήσει | είχες βοηθήσει | θα έχεις βοηθήσει | να έχεις βοηθήσει | |
3s | έχει βοηθήσει | είχε βοηθήσει | θα έχει βοηθήσει | να έχει βοηθήσει | |
1p | έχουμε βοηθήσει | είχαμε βοηθήσει | θα έχουμε βοηθήσει | να έχουμε βοηθήσει | |
2p | έχετε βοηθήσει | είχατε βοηθήσει | θα έχετε βοηθήσει | να έχετε βοηθήσει | |
3p | έχουν βοηθήσει | είχαν βοηθήσει | θα έχουν βοηθήσει | να έχουν βοηθήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βοηθημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βοηθημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βοηθημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βοηθημένο | ||||
Participle: | βοηθώντας | Non-finite ‡ | βοηθήσει | 58/73, ησ, 2AB1d, 2AΒ1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||