Definify.com
Definition 2024
βιάζω
βιάζω
Greek
Verb
βιάζω • (viázo) (simple past βίασα, passive form βιάζομαι)
Conjugation
βιάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βιάζω | βίαζα, έβιαζα | θα βιάζω | να βιάζω | |
2s | βιάζεις | βίαζες, έβιαζες | θα βιάζεις | να βιάζεις | βίαζε |
3s | βιάζει | βίαζε, έβιαζε | θα βιάζει | να βιάζει | |
1p | βιάζουμε, βιάζομε | βιάζαμε | θα βιάζουμε, βιάζομε | να βιάζουμε, βιάζομε | |
2p | βιάζετε | βιάζατε | θα βιάζετε | να βιάζετε | βιάζετε |
3p | βιάζουν, βιάζουνε | βίαζαν, βιάζαν, βιάζανε, έβιαζαν | θα βιάζουν, βιάζουνε | να βιάζουν, βιάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βιάσω | βίασα, έβιασα | θα βιάσω | να βιάσω | |
2s | βιάσεις | βίασες, έβιασες | θα βιάσεις | να βιάσεις | βίασε |
3s | βιάσει | βίασε, έβιασε | θα βιάσει | να βιάσει | |
1p | βιάσουμε, βιάσομε | βιάσαμε | θα βιάσουμε, θα βιάσομε | να βιάσουμε, να βιάσομε | |
2p | βιάσετε | βιάσατε | θα βιάσετε | να βιάσετε | βιάσετε, βιάστε |
3p | βιάσουν, βιάσουνε | βίασαν, βιάσανε, έβιασαν | θα βιάσουν, θα βιάσουνε | να βιάσουν, να βιάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βιάσει | είχα βιάσει | θα έχω βιάσει | να έχω βιάσει | |
2s | έχεις βιάσει | είχες βιάσει | θα έχεις βιάσει | να έχεις βιάσει | έχε βιασμένο |
3s | έχει βιάσει | είχε βιάσει | θα έχει βιάσει | να έχει βιάσει | |
1p | έχουμε βιάσει | είχαμε βιάσει | θα έχουμε βιάσει | να έχουμε βιάσει | |
2p | έχετε βιάσει | είχατε βιάσει | θα έχετε βιάσει | να έχετε βιάσει | έχετε βιασμένο |
3p | έχουν βιάσει | είχαν βιάσει | θα έχουν βιάσει | να έχουν βιάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βιασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βιασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βιασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βιασμένο | ||||
Participle: | βιάζοντας | Non-finite ‡ | βιάσει | 035, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Etymology 2
From Ancient Greek βιάζω (biázō, “to use violence, to force”)
Verb
βιάζω • (viázo) (simple past βίασα, passive form βιάζομαι)
Conjugation
βιάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βιάζω | βίαζα, έβιαζα | θα βιάζω | να βιάζω | |
2s | βιάζεις | βίαζες, έβιαζες | θα βιάζεις | να βιάζεις | βίαζε |
3s | βιάζει | βίαζε, έβιαζε | θα βιάζει | να βιάζει | |
1p | βιάζουμε, βιάζομε | βιάζαμε | θα βιάζουμε, βιάζομε | να βιάζουμε, βιάζομε | |
2p | βιάζετε | βιάζατε | θα βιάζετε | να βιάζετε | βιάζετε |
3p | βιάζουν, βιάζουνε | βίαζαν, βιάζαν, βιάζανε, έβιαζαν | θα βιάζουν, βιάζουνε | να βιάζουν, βιάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βιάσω | βίασα, έβιασα | θα βιάσω | να βιάσω | |
2s | βιάσεις | βίασες, έβιασες | θα βιάσεις | να βιάσεις | βίασε |
3s | βιάσει | βίασε, έβιασε | θα βιάσει | να βιάσει | |
1p | βιάσουμε, βιάσομε | βιάσαμε | θα βιάσουμε, θα βιάσομε | να βιάσουμε, να βιάσομε | |
2p | βιάσετε | βιάσατε | θα βιάσετε | να βιάσετε | βιάσετε, βιάστε |
3p | βιάσουν, βιάσουνε | βίασαν, βιάσανε, έβιασαν | θα βιάσουν, θα βιάσουνε | να βιάσουν, να βιάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βιάσει | είχα βιάσει | θα έχω βιάσει | να έχω βιάσει | |
2s | έχεις βιάσει | είχες βιάσει | θα έχεις βιάσει | να έχεις βιάσει | έχε βιασμένο |
3s | έχει βιάσει | είχε βιάσει | θα έχει βιάσει | να έχει βιάσει | |
1p | έχουμε βιάσει | είχαμε βιάσει | θα έχουμε βιάσει | να έχουμε βιάσει | |
2p | έχετε βιάσει | είχατε βιάσει | θα έχετε βιάσει | να έχετε βιάσει | έχετε βιασμένο |
3p | έχουν βιάσει | είχαν βιάσει | θα έχουν βιάσει | να έχουν βιάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βιασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βιασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βιασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βιασμένο | ||||
Participle: | βιάζοντας | Non-finite ‡ | βιάσει | 035, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||