Definify.com

Definition 2024


βασανιστικός

βασανιστικός

Greek

Adjective

βασανιστικός (vasanistikós) m (feminine βασανιστική, neuter βασανιστικό)

  1. brutal, agonising

Declension

Related terms

see: βάσανο n (vásano, torture)