Definify.com
Definition 2024
βαρβιτουρικό
βαρβιτουρικό
Greek
Noun
βαρβιτουρικό • (varvitourikó) n (plural βαρβιτουρικά)
- barbiturate (salt or derivative of barbituric acid)
Declension
declension of βαρβιτουρικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαρβιτουρικό | βαρβιτουρικά |
genitive | βαρβιτουρικού | βαρβιτουρικών |
accusative | βαρβιτουρικό | βαρβιτουρικά |
vocative | βαρβιτουρικό | βαρβιτουρικά |