Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
βαρβιτουρικού
βαρβιτουρικού
Greek
Noun
βαρβιτουρικού
•
(
varvitourikoú
)
n
Genitive
singular
form of
βαρβιτουρικό
(
varvitourikó
)
.
Similar Results