Definify.com

Definition 2024


αφήνω

αφήνω

Greek

Verb

αφήνω (afíno) (simple past άφησα)

  1. leave, allow, let, let go, let go of, drop, drop off, abandon
    άφησε το μολύβι του να πέσει στο πάτωμαáfise to molývi tou na pései sto pátoma ― he let the pencil fall to the floor
    άφησα το πορτοφόλι μου πάνω στο τραπέζιáfisa to portofóli mou páno sto trapézi ― I left my wallet on the table
    αφήστε με ήσυχηafíste me ísychi ― leave me alone
    τον άφησαν ελεύθεροton áfisan eléfthero ― to set free

Conjugation