Definify.com
Definition 2024
αυτοκανιβαλισμός
αυτοκανιβαλισμός
Greek
Noun
αυτοκανιβαλισμός • (aftokanivalismós) m (plural αυτοκανιβαλισμοί)
Declension
declension of αυτοκανιβαλισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκανιβαλισμός | αυτοκανιβαλισμοί |
genitive | αυτοκανιβαλισμού | αυτοκανιβαλισμών |
accusative | αυτοκανιβαλισμό | αυτοκανιβαλισμούς |
vocative | αυτοκανιβαλισμέ | αυτοκανιβαλισμοί |