Definify.com

Definition 2024


αυτοκανιβαλισμοί

αυτοκανιβαλισμοί

Greek

Noun

αυτοκανιβαλισμοί (aftokanivalismoí) m

  1. Nominative and vocative plural form of αυτοκανιβαλισμός (aftokanivalismós).