Definify.com
Definition 2024
αστειότητα
αστειότητα
Greek
Noun
αστειότητα • (asteiótita) f (uncountable)
Declension
Declension of αστειότητα (asteiótita)
singular | |
---|---|
nominative | αστειότητα |
genitive | αστειότητας |
accusative | αστειότητα |
vocative | αστειότητα |
Related terms
- see: αστείο n (asteío, “joke”)