Definify.com
Definition 2024
αρπακτικότητα
αρπακτικότητα
Greek
Noun
αρπακτικότητα • (arpaktikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of αρπακτικότητα (arpaktikótita)
singular | |
---|---|
nominative | αρπακτικότητα |
genitive | αρπακτικότητας |
accusative | αρπακτικότητα |
vocative | αρπακτικότητα |
Related terms
- αρπακτικό n (arpaktikó, “bird of prey”)
- αρπακτικός (arpaktikós, “predatory, rapacious”)