Definify.com
Definition 2024
απροσδόκητος
απροσδόκητος
See also: ἀπροσδόκητος
Greek
Adjective
απροσδόκητος • (aprosdókitos) m (feminine απροσδόκητη, neuter απροσδόκητο)
- unexpected (not expected, anticipated or foreseen)
Declension
positive forms of απροσδόκητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροσδόκητος | απροσδόκητη | απροσδόκητο | απροσδόκητοι | απροσδόκητες | απροσδόκητα |
genitive | απροσδόκητου | απροσδόκητης | απροσδόκητου | απροσδόκητων | απροσδόκητων | απροσδόκητων |
accusative | απροσδόκητο | απροσδόκητη | απροσδόκητο | απροσδόκητους | απροσδόκητες | απροσδόκητα |
vocative | απροσδόκητε | απροσδόκητη | απροσδόκητο | απροσδόκητοι | απροσδόκητες | απροσδόκητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απροσδόκητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απροσδόκητος, etc.) |