Definify.com
Definition 2024
αποφασίζω
αποφασίζω
Greek
Verb
αποφασίζω • (apofasízo) (simple past αποφάσισα, passive form αποφασίζομαι)
Conjugation
αποφασίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποφασίζω | αποφάσιζα | θα αποφασίζω | να αποφασίζω | |
2s | αποφασίζεις | αποφάσιζες | θα αποφασίζεις | να αποφασίζεις | αποφάσιζε |
3s | αποφασίζει | αποφάσιζε | θα αποφασίζει | να αποφασίζει | |
1p | αποφασίζουμε, αποφασίζομε | αποφασίζαμε | θα αποφασίζουμε, αποφασίζομε | να αποφασίζουμε, αποφασίζομε | |
2p | αποφασίζετε | αποφασίζατε | θα αποφασίζετε | να αποφασίζετε | αποφασίζετε |
3p | αποφασίζουν, αποφασίζουνε | αποφάσιζαν, αποφασίζαν, αποφασίζανε | θα αποφασίζουν, αποφασίζουνε | να αποφασίζουν, αποφασίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποφασίσω | αποφάσισα | θα αποφασίσω | να αποφασίσω | |
2s | αποφασίσεις | αποφάσισες | θα αποφασίσεις | να αποφασίσεις | αποφάσισε |
3s | αποφασίσει | αποφάσισε | θα αποφασίσει | να αποφασίσει | |
1p | αποφασίσουμε, αποφασίσομε | αποφασίσαμε | θα αποφασίσουμε, αποφασίσομε | να αποφασίσουμε, αποφασίσομε | |
2p | αποφασίσετε | αποφασίσατε | θα αποφασίσετε | να αποφασίσετε | αποφασίστε |
3p | αποφασίσουν, αποφασίσουνε | αποφάσισαν, αποφασίσαν, αποφασίσανε | θα αποφασίσουν, αποφασίσουνε | να αποφασίσουν, αποφασίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αποφασίσει | είχα αποφασίσει | θα έχω αποφασίσει | να έχω αποφασίσει | |
2s | έχεις αποφασίσει | είχες αποφασίσει | θα έχεις αποφασίσει | να έχεις αποφασίσει | έχε αποφασισμένο |
3s | έχει αποφασίσει | είχε αποφασίσει | θα έχει αποφασίσει | να έχει αποφασίσει | |
1p | έχουμε αποφασίσει | είχαμε αποφασίσει | θα έχουμε αποφασίσει | να έχουμε αποφασίσει | |
2p | έχετε αποφασίσει | είχατε αποφασίσει | θα έχετε αποφασίσει | να έχετε αποφασίσει | έχετε αποφασισμένο |
3p | έχουν αποφασίσει | είχαν αποφασίσει | θα έχουν αποφασίσει | να έχουν αποφασίσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποφασισμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποφασισμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποφασισμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποφασισμένο | ||||
Participle: | αποφασίζοντας | Non-finite ‡ | αποφασίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||