Definify.com
Definition 2024
απολίτιστος
απολίτιστος
Greek
Adjective
απολίτιστος • (apolítistos) m (feminine απολίτιστη, neuter απολίτιστο)
- uncivilised (UK), uncivilized (US)
Declension
positive forms of απολίτιστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολίτιστος | απολίτιστη | απολίτιστο | απολίτιστοι | απολίτιστες | απολίτιστα |
genitive | απολίτιστου | απολίτιστης | απολίτιστου | απολίτιστων | απολίτιστων | απολίτιστων |
accusative | απολίτιστο | απολίτιστη | απολίτιστο | απολίτιστους | απολίτιστες | απολίτιστα |
vocative | απολίτιστε | απολίτιστη | απολίτιστο | απολίτιστοι | απολίτιστες | απολίτιστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απολίτιστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απολίτιστος, etc.) |