Definify.com
Definition 2025
αποικιοκρατικός
αποικιοκρατικός
Greek
Adjective
αποικιοκρατικός • (apoikiokratikós) m (feminine αποικιοκρατική, neuter αποικιοκρατικό)
- relating to colonialism
 
Declension
 positive forms of αποικιοκρατικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποικιοκρατικός | αποικιοκρατική | αποικιοκρατικό | αποικιοκρατικοί | αποικιοκρατικές | αποικιοκρατικά | 
| genitive | αποικιοκρατικού | αποικιοκρατικής | αποικιοκρατικού | αποικιοκρατικών | αποικιοκρατικών | αποικιοκρατικών | 
| accusative | αποικιοκρατικό | αποικιοκρατική | αποικιοκρατικό | αποικιοκρατικούς | αποικιοκρατικές | αποικιοκρατικά | 
| vocative | αποικιοκρατικέ | αποικιοκρατική | αποικιοκρατικό | αποικιοκρατικοί | αποικιοκρατικές | αποικιοκρατικά | 
| derivations |  comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποικιοκρατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποικιοκρατικός, etc.)  | 
|||||
Related terms
- see: αποικία f (apoikía, “colony”)