Definify.com
Definition 2024
αξιολύπητος
αξιολύπητος
Greek
Adjective
αξιολύπητος • (axiolýpitos) m (feminine αξιολύπητη, neuter αξιολύπητο)
Declension
positive forms of αξιολύπητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιολύπητος | αξιολύπητη | αξιολύπητο | αξιολύπητοι | αξιολύπητες | αξιολύπητα |
genitive | αξιολύπητου | αξιολύπητης | αξιολύπητου | αξιολύπητων | αξιολύπητων | αξιολύπητων |
accusative | αξιολύπητο | αξιολύπητη | αξιολύπητο | αξιολύπητους | αξιολύπητες | αξιολύπητα |
vocative | αξιολύπητε | αξιολύπητη | αξιολύπητο | αξιολύπητοι | αξιολύπητες | αξιολύπητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιολύπητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιολύπητος, etc.) |
Synonyms
- αξιοθρήνητος (axiothrínitos)