Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


αντισυλληπτικός

αντισυλληπτικός

Greek

Adjective

αντισυλληπτικός • ‎(antisylliptikós) m ‎(feminine αντισυλληπτικη, neuter αντισυλληπτικό)

  1. contraceptive

Declension

positive forms of αντισυλληπτικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισυλληπτικός αντισυλληπτική αντισυλληπτικό αντισυλληπτικοί αντισυλληπτικές αντισυλληπτικά
genitive αντισυλληπτικού αντισυλληπτικής αντισυλληπτικού αντισυλληπτικών αντισυλληπτικών αντισυλληπτικών
accusative αντισυλληπτικό αντισυλληπτική αντισυλληπτικό αντισυλληπτικούς αντισυλληπτικές αντισυλληπτικά
vocative αντισυλληπτικέ αντισυλληπτική αντισυλληπτικό αντισυλληπτικοί αντισυλληπτικές αντισυλληπτικά

Related terms

see: αντισυλληπτικό n ‎(antisylliptikó)

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms