Definify.com
Definition 2024
αντιβιοτικό
αντιβιοτικό
Greek
Alternative forms
- αντιβιωτικό (antiviotikó)
Noun
αντιβιοτικό • (antiviotikó) n (plural αντιβιοτικά)
Declension
declension of αντιβιοτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιβιοτικό | αντιβιοτικά |
genitive | αντιβιοτικού | αντιβιοτικών |
accusative | αντιβιοτικό | αντιβιοτικά |
vocative | αντιβιοτικό | αντιβιοτικά |
Synonyms
- αντιβίωση f (antivíosi)
External links
- αντιβιοτικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Adjective
αντιβιοτικό • (antiviotikó)
- Accusative masculine singular form of αντιβιοτικός (antiviotikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αντιβιοτικός (antiviotikós).