Definify.com

Definition 2024


αντιβιοτικό

αντιβιοτικό

Greek

Alternative forms

Noun

αντιβιοτικό (antiviotikó) n (plural αντιβιοτικά)

  1. (pharmacology) antibiotic

Declension

Synonyms

External links

Adjective

αντιβιοτικό (antiviotikó)

  1. Accusative masculine singular form of αντιβιοτικός (antiviotikós).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αντιβιοτικός (antiviotikós).