Definify.com
Definition 2024
ανταγωνίζομαι
ανταγωνίζομαι
Greek
Verb
ανταγωνίζομαι • (antagonízomai) (simple past ανταγωνίστηκα, deponent)
Conjugation
ανταγωνίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | ανταγωνίζομαι | θα ανταγωνίζομαι | ανταγωνιζόμουν, ανταγωνιζόμουνα |
2nd person | ανταγωνίζεσαι | θα ανταγωνίζεσαι | ανταγωνιζόσουν, ανταγωνιζόσουνα | |
3rd person | ανταγωνίζεται | θα ανταγωνίζεται | ανταγωνιζόταν, ανταγωνιζότανε | |
1st person | pl | ανταγωνιζόμαστε | θα ανταγωνιζόμαστε | ανταγωνιζόμασταν, ανταγωνιζόμαστε2 |
2nd person | ανταγωνίζεστε, ανταγωνιζόσαστε1 | θα ανταγωνίζεστε, ανταγωνιζόσαστε1 | ανταγωνιζόσασταν, ανταγωνιζόσαστε2 | |
3rd person | ανταγωνίζονται | θα ανταγωνίζονται | ανταγωνίζονταν, ανταγωνιζόντανε, ανταγωνιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | ανταγωνιστώ | θα ανταγωνιστώ | ανταγωνίστηκα |
2nd person | ανταγωνιστείς | θα ανταγωνιστείς | ανταγωνίστηκες | |
3rd person | ανταγωνιστεί | θα ανταγωνιστεί | ανταγωνίστηκε | |
1st person | pl | ανταγωνιστούμε | θα ανταγωνιστούμε | ανταγωνιστήκαμε |
2nd person | ανταγωνιστείτε | θα ανταγωνιστείτε | ανταγωνιστήκατε | |
3rd person | ανταγωνιστούν, ανταγωνιστούνε | θα ανταγωνιστούν, θα ανταγωνιστούνε | ανταγωνίστηκαν, ανταγωνιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | ανταγωνίσου | |
2nd person | pl | —3 | ανταγωνιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω ανταγωνιστεί, έχεις ανταγωνιστεί έχει ανταγωνιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω ανταγωνιστεί, θα έχεις ανταγωνιστεί, θα έχει ανταγωνιστεί, … | |||
Past perfect | είχα ανταγωνιστεί, είχες ανταγωνιστεί, είχε ανταγωνιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||
Related terms
- ανταγωνισμός m (antagonismós, “competition, rivalry”)
- ανταγωνιστής m (antagonistís, “competitor, rival”)
- ανταγωνίστρια f (antagonístria, “competitor, rival”)
- ανταγωνιστικός (antagonistikós, “competitive”)