Definify.com
Definition 2024
ανθρώπινος
ανθρώπινος
Greek
Adjective
ανθρώπινος • (anthrópinos) m (feminine ανθρώπινη, neuter ανθρώπινο)
- human
- το ανθρώπινο σώμα ― to anthrópino sóma ― the human body
Declension
positive forms of ανθρώπινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρώπινος | ανθρώπινη | ανθρώπινο | ανθρώπινοι | ανθρώπινες | ανθρώπινα |
genitive | ανθρώπινου | ανθρώπινης | ανθρώπινου | ανθρώπινων | ανθρώπινων | ανθρώπινων |
accusative | ανθρώπινο | ανθρώπινη | ανθρώπινο | ανθρώπινους | ανθρώπινες | ανθρώπινα |
vocative | ανθρώπινε | ανθρώπινη | ανθρώπινο | ανθρώπινοι | ανθρώπινες | ανθρώπινα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθρώπινος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθρώπινος, etc.) |