Definify.com
Definition 2024
ανθρωπόκαινος
ανθρωπόκαινος
Greek
Adjective
ανθρωπόκαινος • (anthropókainos) m (feminine ανθρωπόκαινη or ανθρωπόκαινος, neuter ανθρωπόκαινο)
Usage notes
- As of April 2015, the English term had not been adopted in the official geological nomenclature.
Declension
positive forms of ανθρωπόκαινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρωπόκαινος | ανθρωπόκαινος / ανθρωπόκαινη | ανθρωπόκαινο | ανθρωπόκαινοι | ανθρωπόκαινοι / ανθρωπόκαινες | ανθρωπόκαινα |
genitive | ανθρωπόκαινου | ανθρωπόκαινου / ανθρωπόκαινης | ανθρωπόκαινου | ανθρωπόκαινων | ανθρωπόκαινων | ανθρωπόκαινων |
accusative | ανθρωπόκαινο | ανθρωπόκαινο / ανθρωπόκαινη | ανθρωπόκαινο | ανθρωπόκαινους | ανθρωπόκαινους / ανθρωπόκαινες | ανθρωπόκαινα |
vocative | ανθρωπόκαινε | ανθρωπόκαινε / ανθρωπόκαινη | ανθρωπόκαινο | ανθρωπόκαινοι | ανθρωπόκαινοι / ανθρωπόκαινες | ανθρωπόκαινα |
Related terms
- Ανθρωπόκαινο n (Anthropókaino, “(the) Anthropocene”)