Definify.com
Definition 2024
ανθρωπολογικός
ανθρωπολογικός
Greek
Adjective
ανθρωπολογικός • (anthropologikós) m (feminine ανθρωπολογική, neuter ανθρωπολογικό)
Declension
positive forms of ανθρωπολογικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρωπολογικός | ανθρωπολογική | ανθρωπολογικό | ανθρωπολογικοί | ανθρωπολογικές | ανθρωπολογικά |
genitive | ανθρωπολογικού | ανθρωπολογικής | ανθρωπολογικού | ανθρωπολογικών | ανθρωπολογικών | ανθρωπολογικών |
accusative | ανθρωπολογικό | ανθρωπολογική | ανθρωπολογικό | ανθρωπολογικούς | ανθρωπολογικές | ανθρωπολογικά |
vocative | ανθρωπολογικέ | ανθρωπολογική | ανθρωπολογικό | ανθρωπολογικοί | ανθρωπολογικές | ανθρωπολογικά |
Related terms
- see: ανθρωπολογία f (anthropología, “anthropology”)