Definify.com

Definition 2024


ανθρωπολογικός

ανθρωπολογικός

Greek

Adjective

ανθρωπολογικός (anthropologikós) m (feminine ανθρωπολογική, neuter ανθρωπολογικό)

  1. anthropological

Declension

Related terms

see: ανθρωπολογία f (anthropología, anthropology)