Definify.com

Definition 2024


ανθίζω

ανθίζω

Greek

Verb

ανθίζω (anthízo) (simple past άνθισα)

  1. flower, bloom
  2. (figuratively) flourish, bloom
    Στα Κυκλαδονήσια άνθισε κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. ένας ιδιαίτερος και πρωτότυπος πολιτισμός.
    An original culture flourished in the Cyclades in the 3rd millennium BC.

Conjugation

Related terms