Definify.com

Definition 2024


αναμορφώνομαι

αναμορφώνομαι

Greek

Verb

αναμορφώνομαι (anamorfónomai) (simple past αναμορφώθηκα, active form αναμορφώνω, passive)

  1. passive of αναμορφώνω (anamorfóno)

Conjugation