Definify.com
Definition 2024
αναμορφωτήριο
αναμορφωτήριο
Greek
Noun
αναμορφωτήριο • (anamorfotírio) n (plural αναμορφωτήρια)
- reform school, reformatory (US), borstal (UK)
Declension
declension of αναμορφωτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμορφωτήριο | αναμορφωτήρια |
genitive | αναμορφωτηρίου | αναμορφωτηρίων |
accusative | αναμορφωτήριο | αναμορφωτήρια |
vocative | αναμορφωτήριο | αναμορφωτήρια |
Related terms
- see: αναμορφώνω (anamorfóno, “to reform”)