Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αναμορφωτήρια
αναμορφωτήρια
Greek
Noun
αναμορφωτήρια
•
(
anamorfotíria
)
n
Nominative
,
accusative
and
vocative
plural
form of
αναμορφωτήριο
(
anamorfotírio
)
.
Similar Results