Definify.com

Definition 2024


αναζωογονούμαι

αναζωογονούμαι

Greek

Verb

αναζωογονούμαι (anazoogonoúmai) (simple past αναζωογονήθηκα, active form αναζωογονώ, passive)

  1. be revitalised, be revived

Conjugation