Definify.com
Definition 2024
αμφιβολία
αμφιβολία
Greek
Noun
αμφιβολία • (amfivolía) f (plural αμφιβολίες)
Declension
declension of αμφιβολία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμφιβολία | αμφιβολίες |
genitive | αμφιβολίας | αμφιβολιών |
accusative | αμφιβολία | αμφιβολίες |
vocative | αμφιβολία | αμφιβολίες |