Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αμμόλοφους
αμμόλοφους
See also:
αμμολόφους
Greek
Alternative forms
αμμολόφους
(
ammolófous
)
Noun
αμμόλοφους
•
(
ammólofous
)
m
Accusative
plural
form of
αμμόλοφος
(
ammólofos
)
.
Similar Results