Definify.com
Definition 2024
αμμόλοφος
αμμόλοφος
Greek
Noun
αμμόλοφος • (ammólofos) m (plural αμμόλοφοι)
Declension
declension of αμμόλοφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμμόλοφος | αμμόλοφοι |
genitive | αμμόλοφου / αμμολόφου | αμμόλοφων / αμμολόφων |
accusative | αμμόλοφο | αμμόλοφους / αμμολόφους |
vocative | αμμόλοφε | αμμόλοφοι |