Definify.com
Definition 2024
αλλοτινός
αλλοτινός
Greek
Adjective
αλλοτινός • (allotinós) m (feminine αλλοτινή, neuter αλλοτινό)
Declension
positive forms of αλλοτινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλοτινός | αλλοτινή | αλλοτινό | αλλοτινοί | αλλοτινές | αλλοτινά |
genitive | αλλοτινού | αλλοτινής | αλλοτινού | αλλοτινών | αλλοτινών | αλλοτινών |
accusative | αλλοτινό | αλλοτινή | αλλοτινό | αλλοτινούς | αλλοτινές | αλλοτινά |
vocative | αλλοτινέ | αλλοτινή | αλλοτινό | αλλοτινοί | αλλοτινές | αλλοτινά |
Related terms
- άλλοτε (állote, “formerly”)