Definify.com
Definition 2024
ακορντεονίστα
ακορντεονίστα
Greek
Alternative forms
- ακορντεονίστρια f (akornteonístria)
Noun
ακορντεονίστα • (akornteonísta) f (plural ακορντεονίστες, masculine ακορντεονίστας)
Declension
declension of ακορντεονίστα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακορντεονίστα | ακορντεονίστες |
genitive | ακορντεονίστας | ακορντεονιστών |
accusative | ακορντεονίστα | ακορντεονίστες |
vocative | ακορντεονίστα | ακορντεονίστες |
Related terms
- ακορντεόν n (akornteón, “accordion”)