Definify.com
Definition 2025
ακινητοποιούμαι
ακινητοποιούμαι
Greek
Verb
ακινητοποιούμαι • (akinitopoioúmai) (simple past ακινητοποιήθηκα, active form ακινητοποιώ, passive)
- passive of ακινητοποιώ (akinitopoió)
Conjugation
ακινητοποιούμαι
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | ακινητοποιούμαι | ακινητοποιιόμουν, ακινητοποιιόμουνα | θα ακινητοποιούμαι | να ακινητοποιούμαι | |
| 2s | ακινητοποιείσαι | ακινητοποιιόσουν, ακινητοποιιόσουνα | θα ακινητοποιείσαι | να ακινητοποιείσαι | — |
| 3s | ακινητοποιείται | ακινητοποιιόταν, ακινητοποιιότανε | θα ακινητοποιείται | να ακινητοποιείται | |
| 1p | ακινητοποιούμαστε, ακινητοποιόμαστε | ακινητοποιιόμαστε, ακινητοποιιόμασταν | θα ακινητοποιούμαστε | να ακινητοποιούμαστε | |
| 2p | ακινητοποιείστε, ακινητοποιόσαστε | ακινητοποιιόσαστε, ακινητοποιιόσασταν | θα ακινητοποιείστε | να ακινητοποιείστε | ακινητοποιείστε |
| 3p | ακινητοποιούνται | ακινητοποιιόνταν, ακινητοποιιούνταν, ακινητοποιιόντουσαν, ακινητοποιιόντανε | θα ακινητοποιούνται | να ακινητοποιούνται | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | ακινητοποιηθώ | ακινητοποιήθηκα | θα ακινητοποιηθώ | να ακινητοποιηθώ | |
| 2s | ακινητοποιηθείς | ακινητοποιήθηκες | θα ακινητοποιηθείς | να ακινητοποιηθείς | ακινητοποιήσου |
| 3s | ακινητοποιηθεί | ακινητοποιήθηκε | θα ακινητοποιηθεί | να ακινητοποιηθεί | |
| 1p | ακινητοποιηθούμε | ακινητοποιηθήκαμε | θα ακινητοποιηθούμε | να ακινητοποιηθούμε | |
| 2p | ακινητοποιηθείτε | ακινητοποιηθήκατε | θα ακινητοποιηθείτε | να ακινητοποιηθείτε | ακινητοποιηθείτε |
| 3p | ακινητοποιηθούν, ακινητοποιηθούνε | ακινητοποιήθηκαν, ακινητοποιηθήκανε, ακινητοποιηθήκαν | θα ακινητοποιηθούν, θα ακινητοποιηθούνε | να ακινητοποιηθούν, να ακινητοποιηθούνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω ακινητοποιηθεί | είχα ακινητοποιηθεί | θα έχω ακινητοποιηθεί | να έχω ακινητοποιηθεί | |
| 2s | έχεις ακινητοποιηθεί | είχες ακινητοποιηθεί | θα έχεις ακινητοποιηθεί | να έχεις ακινητοποιηθεί | |
| 3s | έχει ακινητοποιηθεί | είχε ακινητοποιηθεί | θα έχει ακινητοποιηθεί | να έχει ακινητοποιηθεί | |
| 1p | έχουμε ακινητοποιηθεί | είχαμε ακινητοποιηθεί | θα έχουμε ακινητοποιηθεί | να έχουμε ακινητοποιηθεί | |
| 2p | έχετε ακινητοποιηθεί | είχατε ακινητοποιηθεί | θα έχετε ακινητοποιηθεί | να έχετε ακινητοποιηθεί | |
| 3p | έχουν ακινητοποιηθεί | είχαν ακινητοποιηθεί | θα έχουν ακινητοποιηθεί | να έχουν ακινητοποιηθεί | |
| Participle: | — | Non-finite ‡ | ακινητοποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: ακίνητος (akínitos, “fixed, immobile”)