Definify.com
Definition 2024
ακαλλιέργητος
ακαλλιέργητος
Greek
Adjective
ακαλλιέργητος • (akalliérgitos) m (feminine ακαλλιέργητη, neuter ακαλλιέργητο)
- uncultivated (lacking culture, manners, education, etc)
- (agriculture) uncultivated, fallow
Declension
positive forms of ακαλλιέργητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαλλιέργητος | ακαλλιέργητη | ακαλλιέργητο | ακαλλιέργητοι | ακαλλιέργητες | ακαλλιέργητα |
genitive | ακαλλιέργητου | ακαλλιέργητης | ακαλλιέργητου | ακαλλιέργητων | ακαλλιέργητων | ακαλλιέργητων |
accusative | ακαλλιέργητο | ακαλλιέργητη | ακαλλιέργητο | ακαλλιέργητους | ακαλλιέργητες | ακαλλιέργητα |
vocative | ακαλλιέργητε | ακαλλιέργητη | ακαλλιέργητο | ακαλλιέργητοι | ακαλλιέργητες | ακαλλιέργητα |
Related terms
- ακαλαισθησία f (akalaisthisía, “bad taste”)
Antonyms
- καλλιεργημένος (kalliergiménos, “cultivated”)