Definify.com
Definition 2024
ακαθάριστος
ακαθάριστος
Greek
Adjective
ακαθάριστος • (akatháristos) m (feminine ακαθάριστη, neuter ακαθάριστο)
Declension
positive forms of ακαθάριστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαθάριστος | ακαθάριστη | ακαθάριστο | ακαθάριστοι | ακαθάριστες | ακαθάριστα |
genitive | ακαθάριστου | ακαθάριστης | ακαθάριστου | ακαθάριστων | ακαθάριστων | ακαθάριστων |
accusative | ακαθάριστο | ακαθάριστη | ακαθάριστο | ακαθάριστους | ακαθάριστες | ακαθάριστα |
vocative | ακαθάριστε | ακαθάριστη | ακαθάριστο | ακαθάριστοι | ακαθάριστες | ακαθάριστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαθάριστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαθάριστος, etc.) |
Related terms
Antonyms
- καθαρός (katharós, “clean”)
See also
- ακαθόριστος (akathóristos, “uncertain”)