Definify.com
Definition 2024
ακάματος
ακάματος
Greek
Adjective
ακάματος • (akámatos) m (feminine ακάματη, neuter ακάματο)
Declension
positive forms of ακάματος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακάματος | ακάματη | ακάματο | ακάματοι | ακάματες | ακάματα |
genitive | ακάματου | ακάματης | ακάματου | ακάματων | ακάματων | ακάματων |
accusative | ακάματο | ακάματη | ακάματο | ακάματους | ακάματες | ακάματα |
vocative | ακάματε | ακάματη | ακάματο | ακάματοι | ακάματες | ακάματα |
Synonyms
- ακούραστος (akoúrastos)
See also
- compare with: ακαμάτης m (akamátis, “idler, lazybones”)